- μεσεμβόλημα
- μεσεμβόλημαintervalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσεμβόλημα — μεσεμβόλημα, ατος, τὸ (Α) [μεσεμβολώ] 1. η απόσταση ή το διάστημα μεταξύ δύο ζωδιακών σημείων 2. παρένθεση, παρεμβολή … Dictionary of Greek
μεσεμβολήματι — μεσεμβόλημα interval neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεμβολήματος — μεσεμβόλημα interval neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)